Η αρχαία ελληνική κεραμική αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο χρονολόγησης για την επιστήμη της αρχαιολογίας, καθώς συγκαταλέγεται στα πιο συχνά ευρήματα των ανασκαφών και επί πλέον η παραγωγή της συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες. Το ευτελές υλικό (οπτός πηλός) από το οποίο κατασκευάζονταν τα αρχαία αγγεία είναι ανθεκτικό στο πέρασμα του χρόνου, με αποτέλεσμα την καλύτερη διατήρησή τους σε σχέση με άλλα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας. και επιπλέον δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον για την επανάχρησή του, όπως συνέβαινε με τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα. Έτσι, τα αρχαία αγγεία σώθηκαν σε πολύ μεγάλους αριθμούς είτε ακέραια είτε —συχνότερα— σε θραύσματα (όστρακα) και αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τους σύγχρονους μελετητές π.χ. για τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των αρχαίων Ελλήνων, για τους μύθους και το θέατρο, για τη χαμένη σήμερα μεγάλη ζωγραφική αλλά και για το εξαγωγικό εμπόριο.
Στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν πολλά κέντρα παραγωγής αγγείων, ωστόσο, σε κάθε εποχή κάποια εργαστήρια ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα και γίνονταν ιδιαιτέρως δημοφιλή χάρη στα πρωτοποριακά σχήματα αγγείων ή στις τεχνικές διακόσμησης. Έτσι, τον 7ο αιώνα π.Χ. τα κορινθιακά αγγεία, κυρίως μικρού μεγέθους για τη μεταφορά πολύτιμων αρωματικών ελαίων, εξάγονται σε όλη τη Μεσόγειο. Οι αθηναίοι κεραμείς προσπάθησαν να ανταγωνιστούν τους κορίνθιους συναδέλφους τους, αλλά τα αττικά αγγεία, που ήταν κυρίως μεγάλου μεγέθους και χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχα, περιορίζονταν στην εγχώρια αγορά μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ.
Τότε οι αθηναίοι αγγειογράφοι υιοθετούν τον μελανόμορφο ρυθμό, μία τεχνική διακόσμησης που είχε εφευρεθεί στην Κόρινθο στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., τον οποίο εξέλιξαν περισσότερο και συνέβαλαν σημαντικά στη διάδοσή του τον επόμενο αιώνα. Στον μελανόμορφο ρυθμό, όπως φανερώνει και το όνομά του, οι μορφές δηλώνονται με μελανό «χρώμα» πάνω σε ανοιχτόχρωμο βάθος. Αρχικά η επιφάνεια του αγγείου λειαίνεται και στη συνέχεια επιστρώνεται με ένα λεπτό επίχρισμα καθαρού λεπτόκοκκου πηλού, για να επιτευχθεί ένα ομοιόμορφο, γυαλιστερό αποτέλεσμα. Όταν το αγγείο στεγνώσει, ο αγγειογράφος αποτυπώνει με κάρβουνο ή κάποιο αιχμηρό εργαλείο το προσχέδιο της σύνθεσης και καλύπτει με παχύρρευστο πηλό αναμεμειγμένο με αλκάλιο ή ποτάσα τις περιοχές που θέλει να έχουν μελανό «χρώμα», το οποίο θα επιτευχθεί με το ψήσιμο. Οι λεπτομέρειες τις σύνθεσης αποδίδονται με χάραξη και δύο επίθετα πηλοχρώματα, το λευκό και το ιώδες. Το λευκό χρησιμοποιείται κυρίως για τα γυμνά τμήματα των γυναικείων μορφών, ενώ το ιώδες για τα ενδύματα.
Προς τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. οι αθηναίοι αγγειογράφοι αρχίζουν να πειραματίζονται με νέες τεχνικές στη διακόσμηση των αγγείων και γύρω στο 530-520 π.Χ. οδηγούνται στον ερυθρόμορφο ρυθμό. Στον νέο ρυθμό ο ζωγράφος αφήνει στο φυσικό χρώμα του πηλού τις μορφές που επιθυμεί να έχουν ερυθρό «χρώμα» και επικαλύπτει με πηλόχρωμα αλκαλίου ή ποτάσας το φόντο του αγγείου. Οι λεπτομέρειες δεν αποδίδονται πλέον με χάραξη αλλά με ανάγλυφες και επίπεδες γραμμές, οι οποίες σχεδιάζονται με ειδικά εργαλεία και με τη χρήση διαλυμάτων πηλού διαφορετικής ρευστότητας. Έτσι, οι αγγειογράφοι αποκτούν περισσότερες σχεδιαστικές δυνατότητες και μπορούν να αποδώσουν με μεγαλύτερη ζωγραφικότητα τη σκίαση, τον όγκο, την κίνηση και τις χρωματικές διαβαθμίσεις στις συνθέσεις τους. Το ψήσιμο του αγγείου γίνεται σε τρεις φάσεις από τις οποίες η πρώτη είναι οξειδωτική και όλο το αγγείο παραμένει ερυθρό. Στη δεύτερη φάση που είναι αναγωγική όλες οι επιφάνειες γίνονται μελανές, ενώ στην τρίτη οξειδωτική φάση οι μορφές επιστρέφουν στο ερυθρό τους χρώμα. Ωστόσο, το φόντο και οι λεπτομέρειες παραμένουν μαύρες, λόγω της υαλώδους επίστρωσης που δημιουργήθηκε κατά το δεύτερο στάδιο όπτησης.