Η αρχαία Θράκη καλύπτει μια περιοχή που σήμερα περιλαμβάνει τη Βουλγαρία και περιοχές της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Ρουμανίας. Ορίζεται από τον ποταμό Δούναβη στα βόρεια, το Αιγαίο πέλαγος στα νότια και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά, ενώ τα δυτικά όριά της είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν. Οι κύριοι λόγοι γι' αυτό είναι αφενός η συνεχής κίνηση των πολυάριθμων Θρακικών φύλων που κατοικούσαν στην περιοχή και αφετέρου το διαρκώς μεταβαλλόμενο ιστορικό και πολιτικό τοπίο πριν και μετά τον σχηματισμό του Μακεδονικού Βασιλείου. Οι μελετητές δέχονται συνήθως τον ποταμό Στρυμόνα ως το δυτικό όριο της αρχαίας Θράκης, αλλά με την άνοδο των Μακεδόνων και μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τον Φίλιππο Β΄ τα όρια μεταξύ των δύο περιοχών ορίζονται από τον ποταμό Νέστο.
Η αρχαία Θράκη, κυρίως η ακτή του Αιγαίου και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, προσέλκυσε νωρίς το ενδιαφέρον των αποίκων, καθώς βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και διαθέτει πολλούς πόρους για την ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της μεταλλουργίας. Μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. διάφορες ελληνικές πόλεις ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς και αποικίες κατά μήκος της θρακικής ακτής του Αιγαίου, της δυτικής ακτής του Ευξείνου Πόντου και ακόμη πιο εσωτερικά, κοντά σε ποτάμια, εμπορικές οδούς ή στην περιφέρεια των παράκτιων αποικιών. Η διαδικασία αποικισμού ήταν μακρά και είχε πολλαπλές συνέπειες τόσο για τους μετανάστες όσο και για τους ντόπιους.
Η αρχαία Θράκη (© Θρακική Εστία)
Η Αθήνα, μία από τις πιο ισχυρές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη Θράκη ήδη από τον 6ο αιώνα, λόγω των φυσικών πόρων, του πλούτου και την εξαιρετική θέση της περιοχής. Τότε ήταν που μέλη δύο εξεχουσών, αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας (ο Πεισίστρατος και ο Μιλτιάδης Ι) ενδιαφέρθηκαν όχι μόνο για την εκμετάλλευση των αργυρορυχείων του όρους Παγγαίου αλλά και για την ίδρυση αποικιών, την προσφορά βοήθειας σε γηγενή φύλα υπό επίθεση και την ανάπτυξη προσωπικών και άλλων σχέσεων με τους αυτόχθονες. Όλα αυτά τελικά επηρέασαν σημαντικά την αθηναϊκή κοινωνία και την οικονομία της.
Αυτές οι σχέσεις καλλιεργήθηκαν επισήμως από την Αθήνα τον 5ο αιώνα μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, δηλαδή μετά τον σχηματισμό του Βασιλείου των Οδρυσσών και περίπου την εποχή που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πολέμος. Αναζητώντας αγαθά, νέες αγορές και ισχυρούς συμμάχους για να προωθήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους της, η Αθήνα στράφηκε προς τα βόρεια θέλοντας αφενός να επηρεάσει τις ελληνικές αποικίες και αφετέρου να προσελκύσει τους πλούσιους Θράκες γείτονές της. Η αθηναϊκή εξουσία στην περιοχή αρχίζει να εξασθενεί προς το τέλος του 5ου αιώνα και ιδιαίτερα με τις κατακτήσεις του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μέχρι τα τέλη του τέταρτου αιώνα η πολιτική σκηνή στο βόρειο Αιγαίο και στην περιφέρειά του καθίσταται πιο περίπλοκη, αναστατώνοντας τις σχέσεις των Αθηναίων με τις ελληνικές αποικίες, καθώς και με το Μακεδονικό Βασίλειο, τους Οδρύσσες, άλλες θρακικές (ημι-)αυτόνομες φυλές και ανερχόμενες δυνάμεις προς το Βορρά (π.χ. τους Γέτες) και την Ανατολή (π.χ. σατραπίες).
Παρά τις πολυάριθμες αναταραχές που συνέβησαν την περίοδο από το τέλος του 6ου μέχρι τον 4ο αιώνα και τον πολυεπίπεδο πολιτικό χαρακτήρα της αρχαίας Θράκης, η εισαγωγή αγαθών από την Αθήνα συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα. Τα αττικά αγγεία (κυρίως μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αλλά και μελαμβαφή) εμφανίζονται στην περιοχή παράλληλα με άλλα είδη κεραμικής (για παράδειγμα τοπικά, ιωνικά, αιολικά, κορινθιακά) και απολαμβάνουν μακρά περίοδο δημοτικότητας όχι μόνο στις ελληνικές αποικίες και την περιφέρειά τους αλλά και σε θρακικές θέσεις στο εσωτερικό.